- μεγαλοφωνίας
- μεγαλοφωνίᾱς , μεγαλοφωνίαloudness of voicefem acc plμεγαλοφωνίᾱς , μεγαλοφωνίαloudness of voicefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
великоглашениѥ — ВЕЛИКОГЛАШЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что великогласованиѥ: Елма же о б҃ословьи помѩнухъ. и ѥже о семь боле великоглашенье мужю. ѥще и то приложю къ гл҃анымъ потребно бо зѣло многымъ. (τῆς... μεγαλοφωνίας) ГБ XIV, 172а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μικροφωνία — μικροφωνία, ἡ (Α) [μικρόφωνος] ισχνότητα ή αδυναμία φωνής («ἀλλ ἐπειδή ἐστιν ἕτερον τὸ βαρὺ καὶ τὸ ὀξὺ ἐν φωνῇ, μεγαλοφωνίας καὶ μικροφωνίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek